14/4/24

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση έργων του Γιάννη Τσαρούχη με τίτλο «Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και μαθητής» που πραγματοποιείται στο Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη (Πλουτάρχου 28, Μαρούσι). Επιμέλεια: Νίκη Γρυπάρη. Μέχρι 21/4.

Γιάννης Τσαρούχης, Η αντιγραφή του Τισιάνο, 1971, λάδι σε πανί

Η ψυχή και τα κείμενα

Του Στέφανου Ροζάνη*

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Καρναβα(ρνα)λικά. Μελετήματα για τη βαρναλική ποιητική, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2023, σελ. 232

Ας μου επιτραπεί να θέσω ως αφετηρία του παρόντος εγχειρήματος κριτικής παρέμβασης στην, κατά την αντίληψή μου, εξαιρετική δοκιμή του Βασίλη Αλεξίου για τη βαρναλική ποιητική, το κρισιμότατο ερώτημα του Harold Bloom, το οποίο αφορά άμεσα και με τρόπο επείγοντα την ανάγνωση και επανανάγνωση των κειμένων με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας, κειμένων του Βάρναλη καταστατικών θα έλεγα, χωρίς ίχνος υπερβολής, μιας σημαίνουσας ποιητικής εξανάστασης των νεοελληνικών μας: «Τι είναι μια ψυχή και τι πρέπει ένα κείμενο να είναι αν μπορεί να αναπαρασταθεί από μια ψυχή;»
Θέτω το ερώτημα αυτό, διότι πιστεύω ότι ο Αλεξίου, με τον δικό του τρόπο μέσα στη σφαίρα των δικών του ενδιαφερόντων, και πάντως αποσπώμενος ριζοσπαστικά από τη στείρα φιλολογική προοπτική ανάγνωση κειμένων ποιητικών ή άλλων, το προϋποθέτει, έστω και εν αγνοία του, προκειμένου να εισχωρήσει στον δημιουργικό πυρήνα των βαρναλικών θεάσεων, εναισθήσεων και επιδιώξεων, όπως αυτές αναπαρίστανται μέσα στο πολυτάραχο και ποικιλόμορφο έργο του.
Και πιστεύω ότι δεν έχω άδικο, και ούτε επιχειρώ να επιθέσω στις αναγνώσεις του Αλεξίου στοιχεία μιας ενδεχόμενης δικής μου εμμονής με ερμηνευτικές διεργασίες ξένες προς την πρόθεση και τον πνευματικό μόχθο του συγγραφέα.
Ως προς τον δεύτερο όρο της σύζευξης του αφετηριακού ερωτήματος, ο Αλεξίου απαντά με τη δυνατότερη σαφήνεια, περιγράφοντας πειστικά τους οδοδείκτες που τον καθοδηγούν στην περιπλάνησή του μέσα στις ατραπούς των βαρναλικών διαδρομών, και συγχρόνως αναγγέλλοντας τους μεθοδολογικούς του ορίζοντες, τους τρόπους και τους τροπισμούς προσέγγισης, και άρα επανανάγνωσης, του βαρναλικού κειμένου: «τα κείμενα», γράφει ο Αλεξίου, «δεν κείτονται απλώς ως νεκρά γράμματα ή ως έπιπλα που κοσμούν τις επιμέρους ειδολογικές ιστορίες ή ανθολογίες, και ούτε είναι απλώς “πράγματα” που μπορούν να συλληφθούν και να κατανοηθούν στο πλαίσιο μιας κατά το μάλλον ή ήττον θετικιστικής ή νεοθετικιστικής θεώρησης. Τα κείμενα είναι, εκτός από προϊόντα και διαδικασίες, ανθρώπινες πρακτικές που δρουν μέσα στην κοινωνία, πρακτικές με προθέσεις […], εξουσία, σκοπούς και σκοπιμότητες, που παράγουν διάλογο κι αντίλογο, δράσεις και αντιδράσεις, αναπαραστάσεις, στάσεις, αντιστάσεις και ενστάσεις».

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

Γιάννης Τσαρούχης, Το λιμάνι της Χίου πριν από την ανατολή, 1965, ακουαρέλα σε χαρτί

Του Κώστα Βούλγαρη

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Καρναβα(ρνα)λικά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 232

Όταν κάποιος, μιλώντας για ένα βιβλίο, αρχίζει από τα περικείμενά του, δηλαδή τον τίτλο, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, την αφιέρωση, τον πρόλογο και όλα τα σχετικά, είμαστε καχύποπτοι. Γιατί αντιλαμβανόμαστε, πως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Και όλοι μας έχουμε υποστεί, σε παρουσιάσεις βιβλίων, αυτοσχέδιους ρήτορες που λένε διάφορα, περί του βιβλίου, ούτε κουβέντα όμως για το ίδιο το σώμα του βιβλίου.
Παρ’ όλα αυτά, και με τον κίνδυνο να θεωρηθώ, τουλάχιστον σε μια πρώτη εντύπωση, κι εγώ πρόχειρος και αδιάβαστος, θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου, ακολουθώντας στον Βασίλη Αλεξίου στο παιχνίδισμα των λέξεων. Ο τίτλος λοιπόν του κειμένου μου είναι «Ο μοναδικός Βάρναλης», όμως μετά το «δ» της λέξης μοναδικός, μέσα σε παρένθεση υπάρχει το γράμμα «χ», άρα ο τίτλος διαβάζεται και ως «Ο μοναχικός Βάρναλης».
Και συνεχίζοντας στο λεγόμενο περικείμενο, θα σταθώ στην αφιέρωση του βιβλίου, στον Γιάννη Δάλλα. Η αφιέρωση είναι πολύσημη. Κατ’ αρχήν, γιατί είναι ο κορυφαίος βαρναλιστής φιλόλογος, που μας έδωσε επιμελημένα δύο από τα μείζονα έργα του Βάρναλη, το πολύσημο σύνθεμα, όπως το έχει χαρακτηρίσει ο Δάλλας, Το φως που και καίει, και το άλλο, με τον διακειμενικό τίτλο, Σκλάβοι πολιορκημένοι. Όμως, με «το καλημέρα», κάνω λόγο για διακειμενικότητα στον Βάρναλη; Μήπως υπερβάλλω, παρακινούμενος από τα μεταμοντέρνα που κάνω στην πεζογραφία μου; Και μάλιστα, ενώπιον του κατόχου της μοναδικής έδρας θεωρίας της λογοτεχνίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, Βασίλη Αλεξίου; Κατά τη γνώμη μου, το ζεύγος διακειμενικότητα και Βάρναλης, όπως και άλλα, εξίσου προκλητικά ζεύγη, αντέχουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας παραμείνουμε όμως στον Δάλλα.
Ως ο νεότερος αυτού, αλλά επίσης κορυφαίος στις μέρες μας βαρναλιστής φιλόλογος, ο Βασίλης Αλεξίου, είναι λογικό, και θεμιτό, να τιμά με την αφιέρωση τον προηγηθέντα Γιάννη Δάλλα.
Να τον τιμά, αλλά πώς; Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δάλλα. Αλλά, για να πάρεις τη σκυτάλη, στον αγώνα δρόμου που είναι η μελέτη του έργου του Βάρναλη, θα πρέπει να τρέχεις στην ίδια διαδρομή με τον προκάτοχό σου, από τον οποίο παραλαμβάνεις τη σκυτάλη. Και όντως, ο Αλεξίου στην ίδια διαδρομή, και στην ίδια κατεύθυνση τρέχει με τον Δάλλα. Διαδρομή και κατεύθυνση που ορίζεται από την αξιολογική βεβαιότητα και των δύο, ότι ο Βάρναλης είναι μείζων ποιητής, και άρα έχει πολλά να μας πει το έργο του.

Χατζιδάκις επί πάντων

Γιάννης Τσαρούχης, Νέος κοιμισμένος δίπλα στη θάλασσα, 1965, ακουαρέλα σε χαρτί

Της Ανθούλας Δανιήλ*
 
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, Ο καθρέφτης  και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 312

Ο τόμος επανεκδίδεται για ένατη φορά, πράγμα που δείχνει τη μεγάλη αγάπη του κοινού για τον σπουδαίο μουσικό που άφησε έντονη τη σφραγίδα του στον αιώνα που πέρασε και στον επόμενο και στους ακόλουθους, αν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον...
Ο Μάνος μιλάει για όλα. Είναι βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο, με την ευρεία έννοια, εφόσον ζει μέσα στον κόσμο, εισπνέει τον αέρα του, οσμίζεται τα μηνύματά του και μελετά τις γραφές, αρχαίες και σύγχρονες, των οποίων τα ερεθίσματα μεταφέρει στη μουσική του, αγκαλιάζοντας όλο το φάσμα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι κεραίες του είναι αναπεπταμένες για να εισπράξουν τα πάντα: Τέχνη, Νεότητα, Πολιτική Συνείδηση και άλλα. Ο Χατζιδάκις είναι με την ευρεία έννοια πολιτικό ον.
Έζησε στη γειτονιά μας, στους πρόποδες του Υμηττού και στις όχθες του Ιλισσού, που είχαν την τιμή να ανεβούν –ποτάμι και βουνό− στο πεντάγραμμό του. Και όπως το αρχαίο βουνό στέκει ακίνητο στη θέση του και το ποτάμι ρέει έστω και υπογείως, έτσι υπογείως και οι αρχαίοι καημοί σταθεροί στην ψυχή του εκάστοτε Έλληνα κυκλοφορούν από τα αρχαία χρόνια στα τραγούδια του με τα οποία θα παραμένουμε ερωτευμένοι όλοι και για πάντα.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τριάντα έξι κείμενα, τα οποία έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες, κάποια έχουν αναρτηθεί και στο διαδίκτυο. Οι φωτογραφίες που συμπληρώνουν των λόγων τα αληθή προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η γλώσσα του παίζει ανάμεσα σ’ αυτήν που μιλάμε και νιώθουμε και σ’ αυτήν με την οποία παίζουμε∙ την καθαρεύουσα. Ο λόγος του δεν αποκτά ταμπέλα. Είναι ο δικός του εκμυστηρευτικός, λόγος που δικαιωματικά έχει αυτό που έλεγε ο Μπυφόν∙  το ύφος είναι ο άνθρωπος και ο Χατζιδάκις άφησε το ύφος του στίγμα ανεξάλειπτο.
Διαβάζω το βιβλίο και επισημαίνω τίτλους ή ονόματα ή επεισόδια πολιτισμού, τα οποία σφράγισε ο λόγος του: «Για το ρεμπέτικο»∙ η ιστορική του ομιλία που «ξέπλυνε» το είδος από ό,τι η προκατάληψη ή οι συνθήκες της ζωής το είχαν βαρύνει. Ο Χατζιδάκις θα το βάλει πλάι στους ζωγράφους Θεόφιλο, Παναγή Ζωγράφο και Χατζηκυριάκο Γκίκα, αποδεικνύοντας ότι, πέρα από όσα φαίνονται, υπάρχουν και αυτά που υπογείως δρουν ως συνέχεια μιας περασμένης αλήθειας. Ο Χατζιδάκις συνεργάστηκε με τον Γκίκα στο Καταραμένο Φίδι. Ήταν άνθρωπος με αιγαιοπελαγίτικη συνείδηση και ο Μάνος τον θυμάται σαν ήρωα του Ντάρελ.

Ψευδαίσθηση ελευθερίας

Του Παναγιώτη Βούζη*
 
ΜΠΙΟΥΝΓΚ-ΤΣΟΥΛ ΧΑΝ, Ψυχοπολιτική. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, μετάφραση Βασίλης Τσαλής, εκδόσεις opera, σελ. 129
 
Ο σύγχρονος καπιταλισμός εκμεταλλεύεται την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Νομίζουμε ότι δεν είμαστε υποταγμένα υποκείμενα, αλλά έργα εν προόδω, τα οποία επανασχεδιάζουν και επανεφευρίσκουν, διαρκώς, τον εαυτό τους. Όμως, ενώ πιστεύουμε πως έχουμε απελευθερωθεί από εξωτερικούς και αλλότριους καταναγκασμούς, υποτασσόμαστε, τώρα, σε αυτοπεριορισμούς και αυτοκαταναγκασμούς για επιδόσεις και βελτιστοποίηση, οι οποίοι δεν είναι τίποτα άλλο από την εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Τα προηγούμενα, σύμφωνα με τον Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, συντελούνται –και στο εξής θα συντελούνται όλο και πιο κοντά σε έναν απόλυτο βαθμό– μέσω της ψηφιακής ψυχοπολιτικής. Τα Big Data (μεγαδεδομένα) αποτελούν ένα εργαλείο το οποίο επιτρέπει, πλέον, όχι μόνο τον βιοπολιτικό έλεγχο του σώματος αλλά και τον επηρεασμό της βούλησης και των συναισθημάτων.
Η νέα ιδεολογία του νταταϊσμού προβάλλεται ως ένας δεύτερος Διαφωτισμός. Η πίστη στη μετρησιμότητα και την ποσοτικοποίηση της ζωής ενισχύεται, συνεχώς. Τα Big Data υποβάλλουν την εντύπωση της απόλυτης γνώσης. Εντούτοις, πρόκειται για μια γνώση η οποία, επειδή απορρέει από άθροιση και συσχετίσεις χωρίς τον παράγοντα της κατανόησης, στερείται της αφηγηματικότητας. Η θεωρία είναι μια αφηγηματική μορφή γνώσης. Επιπλέον, ένας συλλογισμός προκύπτει, όταν η αρχή και το τέλος μιας διαδικασίας διαμορφώνουν μια λογική σχέση, μια ενότητα που δημιουργεί νόημα. Επομένως, ο συλλογισμός αντιπροσωπεύει, επίσης, μια αφήγηση. Συνάγεται ότι από τον τύπο της γνώσης, ο οποίος βασίζεται στα μεγαδεδομένα, απουσιάζουν η θεωρία, ο συλλογισμός και, συνακόλουθα, η ενότητα και η συνοχή που νοηματοδοτούν την πραγματικότητα. Και το προηγούμενο δεν αποτελεί τη χειρότερη συνέπεια που επιφέρει ή θα επιφέρει η ψυχοπολιτική: Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν αναφέρεται σε μια ενδεχόμενη καθήλωση στο παρόν: «Από τη διαφάνεια (του διαδικτύου) εκπηγάζει ένας καταναγκασμός συμμόρφωσης, ο οποίος εξαλείφει το άλλο, το ξένο, το αποκλίνον. Τα Big Data καθιστούν ορατά, κατά κύριο λόγο, τα συλλογικά πρότυπα συμπεριφοράς. Ο ίδιος ο νταταϊσμός ενισχύει την ανάπτυξη μέσα στην ομοιομορφία. Η εξόρυξη δεδομένων δεν διαφέρει, ουσιωδώς, από τη στατιστική […] Αυτό το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν είναι ο στατιστικός μέσος όρος. Έτσι, λοιπόν, τα Big Data δεν εισχωρούν στο μοναδικό […] είναι τυφλά στο συμβάν. Δεν είναι το στατιστικώς πιθανό, αλλά το απίθανο, το ατομικό, το συμβάν αυτό που καθορίζει την Ιστορία, το ανθρώπινο μέλλον. Κατά τούτο, λοιπόν, τα Big Data είναι, επίσης, τυφλά στο μέλλον» (σελ. 116).

Η Έξοδος από την Προϊστορία

Γιάννης Τσαρούχης, Παραλλαγή του σκηνικού για τις Βάκχες του Ευριπίδη,1968, gouache σε χαρτί      

Του Σάββα Μιχαήλ*
 
ALAIN BADIOU, Πετρούπολη Σανγκάη Οι δύο επαναστάσεις του 20ού αιώνα, μτφρ. Ειρήνη Μαρκίδη, Τάσος Μπέτζελος, Αλεξάνδρα Μακροπούλου, εκδόσεις Εκτός Γραμμής σελ. 104
 
Ι
Δεν πρέπει να ξεγελαστούμε από το μικρό μέγεθος του βιβλίου του Alain Badiou , τα πεπερασμένα όρια ενός δοκιμίου για “ δύο επαναστάσεις του 20ού αιώνα”, όπως γράφει ο υπότιτλος. Το χειρότερο θα ήταν να νομίσει κανείς ότι πρόκειται για αναφορά σε δύο αρχειακά κατάλοιπα περασμένων καιρών, όπως λέει η κυρίαρχη δοξασία, η “κοινή γνώμη” όπως την διαμορφώνουν οι Κυρίαρχοι.
 Μέσα την κυριαρχούσα σύγχυση, η ρωσική και η κινεζική επανάσταση, όπως και κάθε επανάσταση κι ο ίδιος ο κομμουνισμός ανήκουν πια σαν “λείψανα του βάρβαρου παρελθόντος”σε κάποιο “Μουσείο Ολοκληρωτισμών”, μετά τις καταρρεύσεις του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού”, την διάλυση της ΕΣΣΔ και το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Το 1991 ο Αλαίν Μπαντιού μίλησε για “μια σκοτεινή καταστροφή”, “ un désastre obscur”. Στις επόμενες δεκαετίες και στις μέρες μας, σ’ αυτή την θολή καταστροφή συνεχίζει να βλέπει την απαρχή αυτού που ονομάζει “γενικό αποπροσανατολισμό του κόσμου”(2022): την απώλεια σταθερών σημείων προσανατολισμού στον συγκεκριμένο κόσμο που ζούμε, τον μηδενιστικό σχετικισμό, την απόρριψη κάθε αλήθειας.
Ο Γάλλος φιλόσοφος δεν έπαψε να αντιμάχεται τον γενικό αποπροσανατολισμό και σχετικισμό και να υπερασπίζεται αυτό που ονομάζει τέσσερις διαδικασίες της αλήθειας, στην τέχνη, την επιστήμη, τον έρωτα, την πολιτική της χειραφέτησης. Χωρίς την καταφυγή σε ψεύτικους ουρανούς και υπερβατικότητες επιμένει στην ύπαρξη και την “εμμένεια των αληθειών”μέσα σε ένα συγκεκριμένο κόσμο και που έχουν καθολική αξία, σε εξαίρεση με τα όρια αυτού του κόσμο. Χωρίς την εμμένεια των αληθειών δεν υπάρχει δυνατότητα χειραφέτησης από την καταπίεση κάθε μορφής( θρησκευτικής, ιδεολογικής κρατικής, πολιτικής, έμφυλης κλπ) του πεπερασμένου.
Η Immanence des vérités (2018), η Εμμένεια των αληθειών, ο τρίτος και μεγαλύτερος τόμος της γιγάντιας Τριλογίας του L’être et l’ événement, το Είναι και το Συμβάν, που ο Μπαντιού συγγράφει επί τριάντα χρόνια, κι ενάντια στο ρεύμα, από τον καιρό της άμπωτης της επαναστατικής παλίρροιας του Μάη του ‘68 μέχρι στις μέρες μας: L’être et l’ événement (1988), Logiques des Mondes (2006), Immanence des vérités (2018). Η τεράστια αυτή στον χρόνο και στους τόπους πνευματική Οδύσσεια επιστρέφει σε μια απροσδόκητη Ιθάκη.